- σπερμίνη
- η спермин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σπερμίνη — και σπερματίνη, η, Ν (βιοχ.) κοινή ονομασία τής πολυαμίνης η οποία εκχυλίζεται από το σπέρμα και δρα ως παράγοντας σταθεροποιητικός τών μεμβρανών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spermine (< σπέρμα, ατος + κατάλ. τής χημ. ορολογίας ίνη). Η … Dictionary of Greek
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
σπερματίνη — η, Ν βλ. σπερμίνη … Dictionary of Greek